1. Λέξη
    αναπάντητο (επίθετο) - (παρόμοια: αναπάντητος - αναπάντεχα - αναπάντεχη - αναπάντεχος)
  2. Συνώνυμα
    • απάντητο
    • αδιάφορο
    • ασχολίαστο
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαντημένο
    • απαντητικό
    • συζητημένο
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει λάβει απάντηση ή ανταπόκριση.
    • Που δεν έχει εξεταστεί ή αντιμετωπιστεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μήνυμά του έμεινε αναπάντητο για εβδομάδες.
    • Η ερώτησή της παρέμεινε αναπάντητη στο συνέδριο.
    2