Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπάντητο (επίθετο) - (παρόμοια:
αναπάντητος
-
αναπάντεχα
-
αναπάντεχη
-
αναπάντεχος
)
Συνώνυμα
απάντητο
αδιάφορο
ασχολίαστο
3
Αντώνυμα
απαντημένο
απαντητικό
συζητημένο
3
Ορισμός
Που δεν έχει λάβει απάντηση ή ανταπόκριση.
Που δεν έχει εξεταστεί ή αντιμετωπιστεί.
2
Παραδείγματα
Το μήνυμά του έμεινε αναπάντητο για εβδομάδες.
Η ερώτησή της παρέμεινε αναπάντητη στο συνέδριο.
2