Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπάντητος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναπάντητο
-
αναπάντεχος
-
αναπάντεχα
-
αναπάντεχη
-
αναίσθητος
)
Συνώνυμα
ασύγκριτος
ασυναγώνιστος
ανεπίτευκτος
3
Αντώνυμα
συγκρίσιμος
ανταγωνιστικός
επίτευκτος
3
Ορισμός
Που δεν έχει απαντηθεί ή δεν μπορεί να απαντηθεί.
Που δεν έχει ανταγωνιστή ή δεν μπορεί να συγκριθεί με κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Η ερώτησή του έμεινε αναπάντητη.
Η ομάδα ήταν αναπάντητη στο πρωτάθλημα.
2