1. Λέξη
    αναρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μοναρχία - αναρχικός - αναρτώ)
  2. Συνώνυμα
    • αταξία
    • ανακατωσούρα
    • χαμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • τάξη
    • οργάνωση
    • διάταξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία απουσιάζει κάθε μορφή κρατικής ή κοινωνικής εξουσίας.
    • Η έλλειψη τάξης και οργάνωσης σε μια κοινωνία ή ομάδα.
    • Μια πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει την κατάργηση κάθε μορφής εξουσίας και ιεραρχίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η χώρα βυθίστηκε στην αναρχία μετά την πτώση της κυβέρνησης.
    • Η αναρχία επικρατούσε στους δρόμους μετά την απεργία της αστυνομίας.
    • Οι οπαδοί της αναρχίας πιστεύουν σε μια κοινωνία χωρίς κράτος και εξουσίες.
    3