Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μοναρχία
-
αναρχικός
-
αναρτώ
)
Συνώνυμα
αταξία
ανακατωσούρα
χαμός
3
Αντώνυμα
τάξη
οργάνωση
διάταξη
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία απουσιάζει κάθε μορφή κρατικής ή κοινωνικής εξουσίας.
Η έλλειψη τάξης και οργάνωσης σε μια κοινωνία ή ομάδα.
Μια πολιτική φιλοσοφία που υποστηρίζει την κατάργηση κάθε μορφής εξουσίας και ιεραρχίας.
3
Παραδείγματα
Η χώρα βυθίστηκε στην αναρχία μετά την πτώση της κυβέρνησης.
Η αναρχία επικρατούσε στους δρόμους μετά την απεργία της αστυνομίας.
Οι οπαδοί της αναρχίας πιστεύουν σε μια κοινωνία χωρίς κράτος και εξουσίες.
3