1. Λέξη
    αναρτώ (ρήμα) - (παρόμοια: αναρωτώ - ανακτώ - αναζητώ - αναρχία)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμώ
    • καρφώνω
    • στηλιτεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβάζω
    • ξεκολλώ
    • αποσυνδέω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε ψηλό σημείο ώστε να κρέμεται
    • Εκθέτω δημόσια κάτι, συνήθως με αρνητική σημασία
    • Αναρτώ πληροφορίες ή ανακοινώσεις σε δημόσιο χώρο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ανάρτησε το πίνακα στον τοίχο του σαλονιού.
    • Ο δήμαρχος ανάρτησε ανακοίνωση για το πάρτι της γειτονιάς.
    • Ανάρτησαν φωτογραφίες από τη διαδήλωση στην ιστοσελίδα τους.
    3