Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναρχικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αρχικός
-
αυταρχικός
-
αναλυτικός
-
ανατολικός
-
αναπηρικός
-
αναρχία
-
πρωταρχικός
-
πειθαρχικός
-
αναπαυτικός
-
αντρικός
-
ανδρικός
-
αναγκαστικός
)
Συνώνυμα
ακατάστατος
ασυγκράτητος
χαοτικός
3
Αντώνυμα
οργανωμένος
τακτικός
συστηματικός
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή οργάνωσης
που αφορά ή υποστηρίζει την αναρχία
που δεν υπακούει σε κανόνες ή εξουσίες
3
Παραδείγματα
Η κατάσταση στο δωμάτιο ήταν πραγματικά αναρχική με ρούχα και βιβλία παντού.
Ο αναρχικός κύκλος οργάνωσε μια διαδήλωση κατά της κυβέρνησης.
Η συμπεριφορά του ήταν εντελώς αναρχική, χωρίς να σέβεται κανέναν κανόνα.
3