Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεκτίμητος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανεπιθύμητος
-
ανελέητος
-
ανεξήγητος
)
Συνώνυμα
πολύτιμος
αδιατίμητος
ανεκμυθήλευτος
3
Αντώνυμα
ευτελής
ασήμαντος
αδιάφορος
3
Ορισμός
Πολύ σημαντικός ή πολύτιμος, τόσο ώστε να μην μπορεί να εκτιμηθεί.
Αυτός που δεν μπορεί να εκτιμηθεί με χρήματα ή με άλλο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Η βοήθειά σου ήταν ανεκτίμητη κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου.
Οι αναμνήσεις από τα ταξίδια μας είναι ανεκτίμητες.
2