1. Λέξη
    ανεξήγητος (επίθετο) - (παρόμοια: ανεξάρτητος - ανελέητος - ανόητος - ανεκτίμητος)
  2. Συνώνυμα
    • αδιευκρίνιστος
    • ακατανόητος
    • δυσνόητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξηγήσιμος
    • κατανοητός
    • σαφής
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να γίνει κατανοητός.
    • Που παραμένει μυστηριώδης ή ασαφής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συμπεριφορά του ήταν εντελώς ανεξήγητη.
    • Ένα ανεξήγητο φαινόμενο που προκαλεί απορία.
    2