Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεξήγητος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανεξάρτητος
-
ανελέητος
-
ανόητος
-
ανεκτίμητος
)
Συνώνυμα
αδιευκρίνιστος
ακατανόητος
δυσνόητος
3
Αντώνυμα
εξηγήσιμος
κατανοητός
σαφής
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να γίνει κατανοητός.
Που παραμένει μυστηριώδης ή ασαφής.
2
Παραδείγματα
Η συμπεριφορά του ήταν εντελώς ανεξήγητη.
Ένα ανεξήγητο φαινόμενο που προκαλεί απορία.
2