Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανελέητος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανεξήγητος
-
ανόητος
-
ανεξάρτητος
-
ανεκτίμητος
-
ανίκητος
-
ανεπιθύμητος
)
Συνώνυμα
σκληρός
αμείλικτος
αδυσώπητος
αποτρόπαιος
4
Αντώνυμα
ελεήμων
συμπονετικός
επιεικής
φιλάνθρωπος
4
Ορισμός
που δεν δείχνει έλεος ή συμπόνια
που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή αδιαφορία για τον πόνο των άλλων
που είναι αδυσώπητος ή αμείλικτος
3
Παραδείγματα
Ο δικαστής ήταν ανελέητος στην ποινή που επέβαλε.
Η ανελέητη καύσωνα έκανε τη ζωή δύσκολη για τους κατοίκους.
Οι ανελέητες συνθήκες εργασίας οδήγησαν σε απεργίες.
3