1. Λέξη
    ανελέητος (επίθετο) - (παρόμοια: ανεξήγητος - ανόητος - ανεξάρτητος - ανεκτίμητος - ανίκητος - ανεπιθύμητος)
  2. Συνώνυμα
    • σκληρός
    • αμείλικτος
    • αδυσώπητος
    • αποτρόπαιος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ελεήμων
    • συμπονετικός
    • επιεικής
    • φιλάνθρωπος
    4
  4. Ορισμός
    • που δεν δείχνει έλεος ή συμπόνια
    • που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή αδιαφορία για τον πόνο των άλλων
    • που είναι αδυσώπητος ή αμείλικτος
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής ήταν ανελέητος στην ποινή που επέβαλε.
    • Η ανελέητη καύσωνα έκανε τη ζωή δύσκολη για τους κατοίκους.
    • Οι ανελέητες συνθήκες εργασίας οδήγησαν σε απεργίες.
    3