Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεξάρτητος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανεξήγητος
-
ανελέητος
)
Συνώνυμα
αυτόνομος
ελεύθερος
αυτοδύναμος
3
Αντώνυμα
εξαρτημένος
υποταγμένος
εξαρτώμενος
3
Ορισμός
Που δεν εξαρτάται από άλλον ή από κάτι άλλο.
Που έχει την ικανότητα να λειτουργεί ή να υφίσταται χωρίς εξωτερική βοήθεια ή επιρροή.
2
Παραδείγματα
Η χώρα μας είναι ανεξάρτητη από το 1821.
Ο νέος φοιτητής προσπαθεί να γίνει ανεξάρτητος οικονομικά.
2