1. Λέξη
    ανεξάρτητος (επίθετο) - (παρόμοια: ανεξήγητος - ανελέητος)
  2. Συνώνυμα
    • αυτόνομος
    • ελεύθερος
    • αυτοδύναμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξαρτημένος
    • υποταγμένος
    • εξαρτώμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν εξαρτάται από άλλον ή από κάτι άλλο.
    • Που έχει την ικανότητα να λειτουργεί ή να υφίσταται χωρίς εξωτερική βοήθεια ή επιρροή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η χώρα μας είναι ανεξάρτητη από το 1821.
    • Ο νέος φοιτητής προσπαθεί να γίνει ανεξάρτητος οικονομικά.
    2