Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανησυχητικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
ανησυχητικός
-
ανησυχώ
-
ανησυχία
-
ανησυχείς
)
Συνώνυμα
αγχωτικά
αναστατωτικά
εκνευριστικά
3
Αντώνυμα
ηρεμητικά
χαλαρά
αναμφισβήτητα
3
Ορισμός
Με τρόπο που προκαλεί ανησυχία ή ένταση.
Με τρόπο που δημιουργεί δυσφορία ή φόβο.
2
Παραδείγματα
Ο καιρός άλλαξε ανησυχητικά γρήγορα.
Τα νέα ήταν ανησυχητικά για τους κατοίκους της περιοχής.
2