Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανησυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανησυχώ
-
ανησυχείς
-
ησυχία
-
ανησυχητικά
-
ανησυχητικός
)
Συνώνυμα
άγχος
ένταση
φόβος
3
Αντώνυμα
ηρεμία
ανακούφιση
ασφάλεια
3
Ορισμός
Η αίσθηση της αβεβαιότητας ή του φόβου για το μέλλον.
Μια κατάσταση ψυχικής ή συναισθηματικής αναστάτωσης.
2
Παραδείγματα
Η ανησυχία για την υγεία του την κρατούσε ξύπνια.
Η ανησυχία του για τις εξετάσεις του ήταν εμφανής.
2