Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανησυχώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ανησυχία
-
ανησυχείς
-
ανησυχητικά
-
ανησυχητικός
)
Συνώνυμα
αγχώνομαι
φρικιάζω
αναστατώνομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
αψηφώ
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη ανησυχία ή φόβο για κάτι που μπορεί να συμβεί.
Εκφράζω ανησυχία ή αγωνία για κάποιο θέμα ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ανησυχώ για την υγεία του πατέρα μου.
Ανησυχώ μήπως έχασα το λεωφορείο.
2