Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανικανότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ικανότητα
-
αγνότητα
-
πιθανότητα
)
Συνώνυμα
αδυναμία
ασθένεια
ανεπάρκεια
3
Αντώνυμα
ικανότητα
δυνατότητα
επάρκεια
3
Ορισμός
Η έλλειψη ικανότητας ή δυνατότητας να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη δουλειά ή λειτουργία.
Η αδυναμία να ανταποκριθεί κάποιος στις απαιτήσεις μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Η ανικανότητα του να οδηγήσει τον οδήγησε να χάσει τη δουλειά του.
Η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την κρίση προκάλεσε δυσαρέσκεια στον λαό.
2