1. Λέξη
    ανικανότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ικανότητα - αγνότητα - πιθανότητα)
  2. Συνώνυμα
    • αδυναμία
    • ασθένεια
    • ανεπάρκεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ικανότητα
    • δυνατότητα
    • επάρκεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η έλλειψη ικανότητας ή δυνατότητας να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη δουλειά ή λειτουργία.
    • Η αδυναμία να ανταποκριθεί κάποιος στις απαιτήσεις μιας κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανικανότητα του να οδηγήσει τον οδήγησε να χάσει τη δουλειά του.
    • Η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την κρίση προκάλεσε δυσαρέσκεια στον λαό.
    2