Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ικανότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανικανότητα
-
ικανός
-
πιθανότητα
-
ισότητα
-
ενότητα
-
αγνότητα
-
ιερότητα
-
ιδιότητα
)
Συνώνυμα
δυνατότητα
ικανότητα
επάρκεια
χάρη
4
Αντώνυμα
ανικανότητα
αδυναμία
ασθένεια
3
Ορισμός
Η ικανότητα αναφέρεται στη δυνατότητα ενός ατόμου να εκτελεί μια συγκεκριμένη ενέργεια ή να ανταποκρίνεται σε μια κατάσταση με επιτυχία.
Η ικανότητα μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια φυσική ή νοητική ιδιότητα που επιτρέπει σε κάποιον να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Η ικανότητά του να λύνει προβλήματα τον έκανε πολύτιμο στη δουλειά.
Η ικανότητα της μνήμης είναι σημαντική για την εκμάθηση νέων πληροφοριών.
2