Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανιχνευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανιχνευτικός
-
ανιχνεύω
)
Συνώνυμα
εντομοσκόπιο
αναζητητής
ερευνητής
3
Αντώνυμα
αγνοητής
αποφευκτικός
2
Ορισμός
Συσκευή ή άτομο που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ή την αναζήτηση κάτι συγκεκριμένου.
Ειδικός ή εργαλείο που εντοπίζει ή ανακαλύπτει πληροφορίες, αντικείμενα ή φαινόμενα.
2
Παραδείγματα
Ο ανιχνευτής μετάλλων βρήκε ένα αρχαίο νόμισμα στο χωράφι.
Ο ανιχνευτής καπνού ενεργοποιήθηκε όταν άρχισε η φωτιά.
2