Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανιχνευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ανιχνευτής
-
αναλυτικός
-
αλιευτικός
-
αναπαυτικός
-
ανιχνεύω
-
σαγηνευτικός
-
ειρηνευτικός
-
ανεκτικός
)
Συνώνυμα
διερευνητικός
εξεταστικός
ερευνητικός
3
Αντώνυμα
αδιάφορος
απρόσεκτος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την ανίχνευση ή την εξέταση με προσοχή και λεπτομέρεια
που έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει ή να εντοπίζει πράγματα που είναι κρυμμένα ή δύσκολα να διακριθούν
2
Παραδείγματα
Ο ανιχνευτικός δημοσιογράφος ανακάλυψε σημαντικές πληροφορίες.
Η ανιχνευτική ματιά του γιατρού του επέτρεψε να διαγνώσει νωρίς την ασθένεια.
2