1. Λέξη
    ανταλλάσσω (ρήμα) - (παρόμοια: ανταλλάσω - απαλλάσσω - ανταλλάζω - ανταλλαγή)
  2. Συνώνυμα
    • ανταλλάσσω
    • εναλλάσσω
    • ανταλλάττω
    • ανταλλάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • διατηρώ
    • συγκρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω κάτι σε αντάλλαγμα για κάτι άλλο.
    • Να αλλάζω κάτι με κάτι άλλο.
    • Να ανταλλάσσω πληροφορίες ή ιδέες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ανταλλάσσουμε δώρα τα Χριστούγεννα.
    • Οι δύο χώρες ανταλλάσσουν αιχμαλώτους.
    • Ανταλλάξαμε απόψεις για το νέο έργο.
    3