Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανταλλάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανταλλάσσω
-
ανταλλάζω
-
ανταλλαγή
-
ανταλλακτικό
)
Συνώνυμα
ανταλλάσσω
ανταλλάττω
εναλλάσσω
ανταλλάζω
4
Αντώνυμα
κρατώ
διατηρώ
συγκρατώ
3
Ορισμός
Να δίνω κάτι σε αντάλλαγμα για κάτι άλλο.
Να αλλάζω κάτι με κάτι άλλο.
Να ανταλλάσσω πράγματα ή ιδέες με άλλους.
3
Παραδείγματα
Θα ανταλλάξουμε τα βιβλία μας για να διαβάσουμε κάτι διαφορετικό.
Οι δύο χώρες συμφώνησαν να ανταλλάξουν αιχμαλώτους.
Μπορούμε να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε αυτό το θέμα.
3