Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανταλλάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αλλάζω
-
ανταλλάσω
-
ανταλλάσσω
-
ανταλλαγή
-
ανταλλακτικό
)
Συνώνυμα
ανταλλάσσω
εναλλάσσω
αντιπροσφέρω
3
Αντώνυμα
κρατώ
διατηρώ
συγκρατώ
3
Ορισμός
Να δίνω κάτι σε αντάλλαγμα για κάτι άλλο.
Να αλλάζω ένα αντικείμενο ή υπηρεσία με ένα άλλο.
Να ανταλλάσσω πληροφορίες ή ιδέες.
3
Παραδείγματα
Μπορούμε να ανταλλάξουμε βιβλία για να διαβάσουμε κάτι διαφορετικό.
Οι δύο χώρες συμφώνησαν να ανταλλάξουν αιχμαλώτους.
Στο συνέδριο, οι ειδικοί αντάλλαξαν απόψεις για το θέμα.
3