1. Λέξη
    ανταλλάζω (ρήμα) - (παρόμοια: αλλάζω - ανταλλάσω - ανταλλάσσω - ανταλλαγή - ανταλλακτικό)
  2. Συνώνυμα
    • ανταλλάσσω
    • εναλλάσσω
    • αντιπροσφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • διατηρώ
    • συγκρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω κάτι σε αντάλλαγμα για κάτι άλλο.
    • Να αλλάζω ένα αντικείμενο ή υπηρεσία με ένα άλλο.
    • Να ανταλλάσσω πληροφορίες ή ιδέες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μπορούμε να ανταλλάξουμε βιβλία για να διαβάσουμε κάτι διαφορετικό.
    • Οι δύο χώρες συμφώνησαν να ανταλλάξουν αιχμαλώτους.
    • Στο συνέδριο, οι ειδικοί αντάλλαξαν απόψεις για το θέμα.
    3