1. Λέξη
    ανταποκριθώ (ρήμα) - (παρόμοια: ανταποκριτής - ανταποκρίνομαι - ανταποδώ - ανταποδίδω)
  2. Συνώνυμα
    • απαντώ
    • αντιδρώ
    • απαντώ σε
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Να δώσω απάντηση σε κάποιον ή σε κάτι.
    • Να αντιδράσω σε μια κατάσταση ή ένα γεγονός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα ανταποκριθώ στο μήνυμά σου με ένα email.
    • Ο φίλος μου ανταποκρίθηκε με χαμόγελο στην πρόσκλησή μου.
    2