Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανταποκριθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ανταποκριτής
-
ανταποκρίνομαι
-
ανταποδώ
-
ανταποδίδω
)
Συνώνυμα
απαντώ
αντιδρώ
απαντώ σε
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Να δώσω απάντηση σε κάποιον ή σε κάτι.
Να αντιδράσω σε μια κατάσταση ή ένα γεγονός.
2
Παραδείγματα
Θα ανταποκριθώ στο μήνυμά σου με ένα email.
Ο φίλος μου ανταποκρίθηκε με χαμόγελο στην πρόσκλησή μου.
2