1. Λέξη
    αντιγράφω (ρήμα) - (παρόμοια: αντιγραφή - αντιγραφέας)
  2. Συνώνυμα
    • αντιγράφομαι
    • μιμούμαι
    • επαναλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εφευρίσκω
    • δημιουργώ
    • καινοτομώ
    3
  4. Ορισμός
    • Αντιγράφω σημαίνει να παράγω ένα αντίγραφο ενός έργου ή ενός κειμένου.
    • Αντιγράφω σημαίνει να μιμούμαι τη συμπεριφορά ή τα χαρακτηριστικά κάποιου άλλου.
    • Αντιγράφω σημαίνει να επαναλαμβάνω κάτι χωρίς να το μεταβάλλω.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μαθητής αντιγράφει τις σημειώσεις του συμμαθητή του.
    • Η εταιρεία κατηγορήθηκε ότι αντιγράφει τα προϊόντα του ανταγωνιστή της.
    • Προσπάθησε να αντιγράψει το στυλ γραφής του αγαπημένου του συγγραφέα.
    3