Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιγραφέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντιγραφή
-
αντιγράφω
-
συγγραφέας
)
Συνώνυμα
αντιγραφικό
φωτοτυπικό
αντίγραφο
3
Αντώνυμα
πρωτότυπο
αρχικό
2
Ορισμός
Μηχάνημα που παράγει αντίγραφα εγγράφων ή εικόνων.
Αντίγραφο εγγράφου ή εικόνας που παράγεται από αντιγραφέα.
2
Παραδείγματα
Ο αντιγραφέας στο γραφείο είναι χαλασμένος και δεν μπορούμε να τυπώσουμε τα έγγραφα.
Πήρα ένα αντίγραφο του συμβολαίου από τον αντιγραφέα.
2