Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιγραφή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντιγραφέας
-
αντιγράφω
-
επιγραφή
-
απογραφή
)
Συνώνυμα
αντίγραφο
απομίμηση
μιμήση
3
Αντώνυμα
πρωτότυπο
αυθεντικό
2
Ορισμός
Αντίγραφο είναι ένα ακριβές ή μερικό αντίτυπο ενός πρωτότυπου αντικειμένου, εγγράφου ή έργου.
Στον υπολογιστικό τομέα, αντιγραφή αναφέρεται στη διαδικασία αντιγραφής δεδομένων από μια τοποθεσία σε μια άλλη.
2
Παραδείγματα
Το έγγραφο που μου έδωσες είναι μια αντιγραφή του πρωτότυπου.
Πρέπει να κάνεις αντιγραφή των αρχείων σου για ασφάλεια.
2