Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέκομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιστέκομαι
-
στέκα
-
στέκι
-
στρέφομαι
-
μπλέκομαι
)
Συνώνυμα
σταματώ
ακινητώ
παραμένω
3
Αντώνυμα
κινούμαι
προχωρώ
πηγαίνω
3
Ορισμός
Να μην κινούμαι, να παραμένω ακίνητος.
Να σταματώ μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
Να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Στέκομαι στην ουρά για να αγοράσω εισιτήρια.
Στέκομαι στο παράθυρο και βλέπω τον δρόμο.
Στέκομαι ακίνητος μπροστά στην ανακοίνωση.
3