1. Λέξη
    ανωτερότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ιερότητα - ιδιαιτερότητα)
  2. Συνώνυμα
    • υπεροχή
    • ανωτερότητα
    • πλεονέκτημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατωτερότητα
    • υποτέλεια
    • αδυναμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερο σε σχέση με άλλους.
    • Η κατάσταση της υπεροχής ή της κυριαρχίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανωτερότητα της τεχνολογίας τους ήταν αδιαμφισβήτητη.
    • Η ανωτερότητα του πνεύματος έναντι της ύλης είναι ένα κλασικό φιλοσοφικό ζήτημα.
    2