Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανωτερότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ιερότητα
-
ιδιαιτερότητα
)
Συνώνυμα
υπεροχή
ανωτερότητα
πλεονέκτημα
3
Αντώνυμα
κατωτερότητα
υποτέλεια
αδυναμία
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερο σε σχέση με άλλους.
Η κατάσταση της υπεροχής ή της κυριαρχίας.
2
Παραδείγματα
Η ανωτερότητα της τεχνολογίας τους ήταν αδιαμφισβήτητη.
Η ανωτερότητα του πνεύματος έναντι της ύλης είναι ένα κλασικό φιλοσοφικό ζήτημα.
2