Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιδιαιτερότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ιερότητα
-
ιδιότητα
-
ανωτερότητα
)
Συνώνυμα
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
ξεχωριστότητα
μοναδικότητα
3
Αντώνυμα
κοινότητα
ομοιότητα
τυπικότητα
3
Ορισμός
Το χαρακτηριστικό που κάνει κάτι ή κάποιον να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα.
Η ιδιότητα του να είναι κάτι ή κάποιος μοναδικός ή διαφορετικός.
2
Παραδείγματα
Η ιδιαιτερότητα του σπιτιού του ήταν τα παράθυρα με τα βιτρώ.
Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιδιαιτερότητα που τον κάνει μοναδικό.
2