Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιερότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ιδιαιτερότητα
-
ισότητα
-
σταθερότητα
-
ανωτερότητα
-
τρυφερότητα
-
ιδιότητα
-
ιερός
-
εχθρότητα
-
μητρότητα
-
ικανότητα
-
πατρότητα
)
Συνώνυμα
θειότητα
αγιότητα
ιεροσύνη
3
Αντώνυμα
βλασφημία
ασέβεια
κοσμικότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του ιερού, η θεϊκή φύση ή η θρησκευτική σημασία.
Ο τίτλος ή η θέση ενός ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη.
Η ηθική ή πνευματική καθαρότητα που σχετίζεται με το θείο.
3
Παραδείγματα
Η ιερότητα του ναού ήταν αισθητή σε όλους τους επισκέπτες.
Ο αρχιεπίσκοπος φέρει το βάρος της ιερότητας και της ηγεσίας της εκκλησίας.
Η ιερότητα της ζωής είναι μια βασική αρχή πολλών θρησκειών.
3