1. Λέξη
    απαλύνω (ρήμα) - (παρόμοια: απαλά - απαλός)
  2. Συνώνυμα
    • κατευνάζω
    • πραΰνω
    • μαλακώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξοργίζω
    • ερεθίζω
    • εντείνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι λιγότερο έντονο ή δραστικό.
    • Μειώνω την ένταση ή τη σοβαρότητα μιας κατάστασης.
    • Προσπαθώ να ηρεμήσω ή να κατευνάσω κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο του ασθενή.
    • Η βροχή βοήθησε να απαλύνει την ένταση της ζέστης.
    • Οι διαπραγματεύσεις απαλύνθηκαν μετά τις υποσχέσεις και των δύο πλευρών.
    3