Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαλύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
απαλά
-
απαλός
)
Συνώνυμα
κατευνάζω
πραΰνω
μαλακώνω
3
Αντώνυμα
εξοργίζω
ερεθίζω
εντείνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι λιγότερο έντονο ή δραστικό.
Μειώνω την ένταση ή τη σοβαρότητα μιας κατάστασης.
Προσπαθώ να ηρεμήσω ή να κατευνάσω κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο του ασθενή.
Η βροχή βοήθησε να απαλύνει την ένταση της ζέστης.
Οι διαπραγματεύσεις απαλύνθηκαν μετά τις υποσχέσεις και των δύο πλευρών.
3