1. Λέξη
    απειλήσω (ρήμα) - (παρόμοια: απειλή - απειλώ)
  2. Συνώνυμα
    • αναγγέλλω
    • προειδοποιώ
    • εκφοβίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποσχέθηκα
    • εξασφαλίζω
    • προστατεύω
    3
  4. Ορισμός
    • να εκφράσω την πρόθεση να προκαλέσω κακό ή ζημιά σε κάποιον
    • να δηλώσω την πρόθεση να κάνω κάτι δυσάρεστο ή επιζήμιο
    • να δώσω προειδοποίηση για πιθανή αρνητική ενέργεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αν δεν κάνεις αυτό που ζητάω, θα σε απειλήσω.
    • Ο δικηγόρος απείλησε να κινηθεί νομικά εναντίον τους.
    • Μην απειλείς τους άλλους χωρίς λόγο.
    3