Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απειλήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απειλή
-
απειλώ
)
Συνώνυμα
αναγγέλλω
προειδοποιώ
εκφοβίζω
3
Αντώνυμα
υποσχέθηκα
εξασφαλίζω
προστατεύω
3
Ορισμός
να εκφράσω την πρόθεση να προκαλέσω κακό ή ζημιά σε κάποιον
να δηλώσω την πρόθεση να κάνω κάτι δυσάρεστο ή επιζήμιο
να δώσω προειδοποίηση για πιθανή αρνητική ενέργεια
3
Παραδείγματα
Αν δεν κάνεις αυτό που ζητάω, θα σε απειλήσω.
Ο δικηγόρος απείλησε να κινηθεί νομικά εναντίον τους.
Μην απειλείς τους άλλους χωρίς λόγο.
3