1. Λέξη
    απειλώ (ρήμα) - (παρόμοια: απειλή - απειλήσω - απειλούμαι - απειλητικός)
  2. Συνώνυμα
    • εκφοβίζω
    • αναγκάζω
    • εκβιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • υποστηρίζω
    • προσφέρω βοήθεια
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω την πρόθεση να προκαλέσω κακό ή ζημιά σε κάποιον.
    • Δηλώνω ότι θα κάνω κάτι δυσάρεστο αν δεν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος απείλησε τους μαθητές με επιπλέον εργασία αν δεν ησυχάσουν.
    • Οι εργαζόμενοι απείλησαν με απεργία αν δεν αυξηθούν οι μισθοί τους.
    2