Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απειλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απειλή
-
απειλήσω
-
απειλούμαι
-
απειλητικός
)
Συνώνυμα
εκφοβίζω
αναγκάζω
εκβιάζω
3
Αντώνυμα
προστατεύω
υποστηρίζω
προσφέρω βοήθεια
3
Ορισμός
Εκφράζω την πρόθεση να προκαλέσω κακό ή ζημιά σε κάποιον.
Δηλώνω ότι θα κάνω κάτι δυσάρεστο αν δεν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος απείλησε τους μαθητές με επιπλέον εργασία αν δεν ησυχάσουν.
Οι εργαζόμενοι απείλησαν με απεργία αν δεν αυξηθούν οι μισθοί τους.
2