1. Λέξη
    απειλή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απειλήσω - απειλώ - απειλούμαι - απειλητικός)
  2. Συνώνυμα
    • ανατροπή
    • κίνδυνος
    • τρομοκρατία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασφάλεια
    • προστασία
    • εγγύηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η δήλωση ή η ενέργεια που υποδηλώνει πρόθεση να προκαλέσει κακό, ζημιά ή άλλη αρνητική συνέπεια σε κάποιον ή κάτι.
    • Η έκφραση της πρόθεσης να επιβληθεί κακό ή να προκληθεί ζημιά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολιτικός έλαβε απειλές για τη ζωή του.
    • Η απειλή της κλιματικής αλλαγής είναι πραγματική και επείγουσα.
    2