Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απειλή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απειλήσω
-
απειλώ
-
απειλούμαι
-
απειλητικός
)
Συνώνυμα
ανατροπή
κίνδυνος
τρομοκρατία
3
Αντώνυμα
ασφάλεια
προστασία
εγγύηση
3
Ορισμός
Η δήλωση ή η ενέργεια που υποδηλώνει πρόθεση να προκαλέσει κακό, ζημιά ή άλλη αρνητική συνέπεια σε κάποιον ή κάτι.
Η έκφραση της πρόθεσης να επιβληθεί κακό ή να προκληθεί ζημιά.
2
Παραδείγματα
Ο πολιτικός έλαβε απειλές για τη ζωή του.
Η απειλή της κλιματικής αλλαγής είναι πραγματική και επείγουσα.
2