Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απελπίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφασίζομαι
-
αγωνίζομαι
)
Συνώνυμα
απογοητεύομαι
αποκαρδιώνομαι
χάνω την ελπίδα
3
Αντώνυμα
ελπίζω
ενθαρρύνομαι
διατηρώ την ελπίδα
3
Ορισμός
Νιώθω ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίδα ή ότι κάτι δεν θα γίνει ποτέ.
Χάνω το κουράγιο μου ή την πίστη μου σε κάτι.
Βιώνω μια βαθιά αίσθηση απελπισίας.
3
Παραδείγματα
Απελπίστηκα όταν έμαθα ότι δεν πέρασα στις εξετάσεις.
Μετά από τόσα χρόνια προσπαθειών, άρχισα να απελπίζομαι ότι θα βρω δουλειά.
Ο ασθενής απελπίστηκε όταν οι γιατροί του είπαν ότι δεν υπάρχει θεραπεία.
3