1. Λέξη
    απελπίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αποφασίζομαι - αγωνίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • απογοητεύομαι
    • αποκαρδιώνομαι
    • χάνω την ελπίδα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελπίζω
    • ενθαρρύνομαι
    • διατηρώ την ελπίδα
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίδα ή ότι κάτι δεν θα γίνει ποτέ.
    • Χάνω το κουράγιο μου ή την πίστη μου σε κάτι.
    • Βιώνω μια βαθιά αίσθηση απελπισίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Απελπίστηκα όταν έμαθα ότι δεν πέρασα στις εξετάσεις.
    • Μετά από τόσα χρόνια προσπαθειών, άρχισα να απελπίζομαι ότι θα βρω δουλειά.
    • Ο ασθενής απελπίστηκε όταν οι γιατροί του είπαν ότι δεν υπάρχει θεραπεία.
    3