Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφασίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφασίζω
-
αποφαίνομαι
-
αποφασίσω
-
βασίζομαι
-
αποκεφαλίζομαι
-
απελπίζομαι
-
αποφασιζω
-
απολύομαι
)
Συνώνυμα
αποφασίζω
καθορίζομαι
ορίζομαι
3
Αντώνυμα
διστάζω
αμφιταλαντεύομαι
αναβάλλω
3
Ορισμός
Λαμβάνω μια οριστική απόφαση μετά από σκέψη.
Καθορίζομαι να κάνω κάτι με βεβαιότητα.
2
Παραδείγματα
Αποφασίστηκε να πάμε διακοπές το καλοκαίρι.
Μετά από πολλή σκέψη, αποφασίστηκε να αλλάξει καριέρα.
2