Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απεσταλμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απελπισμένος
-
απεγνωσμένος
)
Συνώνυμα
αποσταλμένος
αποστολέας
εκπρόσωπος
3
Αντώνυμα
αποστολέας
αποστέλλων
2
Ορισμός
Αυτός που έχει σταλεί από κάποιον για να εκτελέσει μια αποστολή.
Αυτός που έχει οριστεί ή επιλεγεί για να εκπροσωπήσει κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο απεσταλμένος της κυβέρνησης έφτασε στο συνέδριο για να εκπροσωπήσει τη χώρα του.
Ο απεσταλμένος του οργανισμού παρουσίασε τα νέα μέτρα που θα εφαρμοστούν.
2