1. Λέξη
    απεσταλμένος (επίθετο) - (παρόμοια: απελπισμένος - απεγνωσμένος)
  2. Συνώνυμα
    • αποσταλμένος
    • αποστολέας
    • εκπρόσωπος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποστολέας
    • αποστέλλων
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει σταλεί από κάποιον για να εκτελέσει μια αποστολή.
    • Αυτός που έχει οριστεί ή επιλεγεί για να εκπροσωπήσει κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο απεσταλμένος της κυβέρνησης έφτασε στο συνέδριο για να εκπροσωπήσει τη χώρα του.
    • Ο απεσταλμένος του οργανισμού παρουσίασε τα νέα μέτρα που θα εφαρμοστούν.
    2