1. Συνώνυμα
    • αθύμως
    • απογοητευμένος
    • κατεστραμμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελπιδοφόρος
    • ευτυχισμένος
    • ικανοποιημένος
    3
  3. Ορισμός
    • Χαρακτηριστικό κάποιου που έχει χάσει κάθε ελπίδα ή πίστη.
    • Που δείχνει έντονη απελπισία ή απόγνωση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν τόσο απελπισμένος που δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν.
    • Η απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπό του έκανε όλους να νιώσουν άσχημα.
    2