Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απελπισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απεγνωσμένος
-
απελπισία
-
αποκλεισμένος
-
αποφασισμένος
-
απελπιστικά
-
απελευθερωμένος
-
απελπιστικός
-
ασφαλισμένος
-
απεσταλμένος
-
ορισμένος
-
πεισμένος
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
εθισμένος
)
Συνώνυμα
αθύμως
απογοητευμένος
κατεστραμμένος
3
Αντώνυμα
ελπιδοφόρος
ευτυχισμένος
ικανοποιημένος
3
Ορισμός
Χαρακτηριστικό κάποιου που έχει χάσει κάθε ελπίδα ή πίστη.
Που δείχνει έντονη απελπισία ή απόγνωση.
2
Παραδείγματα
Ήταν τόσο απελπισμένος που δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν.
Η απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπό του έκανε όλους να νιώσουν άσχημα.
2