1. Λέξη
    απλώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαπλώνω - απλώνομαι - απλώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ξετυλίγω
    • απλώνω
    • αναπτύσσω
    • τεντώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • τσαλαβουτώ
    • μαζεύω
    • διπλώνω
    • συστέλλω
    4
  4. Ορισμός
    • να κάνω κάτι να καταλαμβάνει μεγαλύτερη επιφάνεια ή να γίνεται πιο ευρύ
    • να επεκτείνω ή να αναπτύσσω κάτι
    • να απλώσω ένα υλικό πάνω σε μια επιφάνεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Απλώνω το τραπέζι με έναν καθαρό σεντόνι.
    • Ο καφές άπλωσε στον πάγκο και τον έκανε όλο λερωμένο.
    • Η πόλη άπλωσε τα όριά της με τα χρόνια.
    3