Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαπλώνω
-
απλώνομαι
-
απλώσω
)
Συνώνυμα
ξετυλίγω
απλώνω
αναπτύσσω
τεντώνω
4
Αντώνυμα
τσαλαβουτώ
μαζεύω
διπλώνω
συστέλλω
4
Ορισμός
να κάνω κάτι να καταλαμβάνει μεγαλύτερη επιφάνεια ή να γίνεται πιο ευρύ
να επεκτείνω ή να αναπτύσσω κάτι
να απλώσω ένα υλικό πάνω σε μια επιφάνεια
3
Παραδείγματα
Απλώνω το τραπέζι με έναν καθαρό σεντόνι.
Ο καφές άπλωσε στον πάγκο και τον έκανε όλο λερωμένο.
Η πόλη άπλωσε τα όριά της με τα χρόνια.
3