1. Συνώνυμα
    • εκτείνομαι
    • ξεστρώνω
    • απλώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • μαζεύομαι
    • συστέλλομαι
    • κλείνω
    3
  3. Ορισμός
    • να απλώνομαι σε μεγάλη έκταση ή επιφάνεια
    • να βρίσκομαι σε ξαπλωμένη θέση
    • να επεκτείνομαι ή να διαδίδω
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το χαλί απλώνεται σε όλο το πάτωμα.
    • Ο άνθρωπος απλώθηκε στο καναπέ για να ξεκουραστεί.
    • Η φωτιά άρχισε να απλώνεται γρήγορα.
    3