Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απλώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εξαπλώνομαι
-
απογειώνομαι
-
αγχώνομαι
-
αθωώνομαι
-
απλώνω
-
ακυρώνομαι
-
τυφλώνομαι
-
απογίνομαι
-
χώνομαι
-
αποφαίνομαι
-
εκδηλώνομαι
-
απεχθάνομαι
-
αφοσιώνομαι
-
απευθύνομαι
-
απελευθερώνομαι
-
υψώνομαι
-
ενώνομαι
-
αμύνομαι
-
αφήνομαι
-
απομακρύνομαι
)
Συνώνυμα
εκτείνομαι
ξεστρώνω
απλώνω
3
Αντώνυμα
μαζεύομαι
συστέλλομαι
κλείνω
3
Ορισμός
να απλώνομαι σε μεγάλη έκταση ή επιφάνεια
να βρίσκομαι σε ξαπλωμένη θέση
να επεκτείνομαι ή να διαδίδω
3
Παραδείγματα
Το χαλί απλώνεται σε όλο το πάτωμα.
Ο άνθρωπος απλώθηκε στο καναπέ για να ξεκουραστεί.
Η φωτιά άρχισε να απλώνεται γρήγορα.
3