Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβάθρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποβάλω
-
αποβάλλω
)
Συνώνυμα
προβλήτα
αποβάθρα
προκυμαία
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια κατασκευή που εκτείνεται από την ακτή προς τη θάλασσα, χρησιμοποιείται για την αποβίβαση ή την επιβίβαση ανθρώπων και αγαθών.
Μια πλατφόρμα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμοποιείται για τη στάθμευση πλοίων.
2
Παραδείγματα
Το πλοίο έπιασε θέση στην αποβάθρα για να ξεφορτώσει τα εμπορεύματα.
Οι επιβάτες περίμεναν στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν στο κρουαζιερόπλοιο.
2