1. Λέξη
    αποβάθρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποβάλω - αποβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • προβλήτα
    • αποβάθρα
    • προκυμαία
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια κατασκευή που εκτείνεται από την ακτή προς τη θάλασσα, χρησιμοποιείται για την αποβίβαση ή την επιβίβαση ανθρώπων και αγαθών.
    • Μια πλατφόρμα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμοποιείται για τη στάθμευση πλοίων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πλοίο έπιασε θέση στην αποβάθρα για να ξεφορτώσει τα εμπορεύματα.
    • Οι επιβάτες περίμεναν στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν στο κρουαζιερόπλοιο.
    2