Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβάλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβάλλω
-
υποβάλω
-
αποβάθρα
-
αποβιώ
)
Συνώνυμα
διώχνω
απομακρύνω
απορρίπτω
3
Αντώνυμα
δεχτώ
αποδέχομαι
συμπεριλαμβάνω
3
Ορισμός
Να διώξω κάποιον ή κάτι από μια θέση ή μια κατάσταση.
Να απορρίψω κάποιον ή κάτι με απόφαση.
2
Παραδείγματα
Ο προϊστάμενός του αποβάλλει από την εταιρεία όσους δεν ακολουθούν τους κανόνες.
Η επιτροπή αποβάλλει τις ακατάλληλες αιτήσεις.
2