1. Λέξη
    αποβάλω (ρήμα) - (παρόμοια: αποβάλλω - υποβάλω - αποβάθρα - αποβιώ)
  2. Συνώνυμα
    • διώχνω
    • απομακρύνω
    • απορρίπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • δεχτώ
    • αποδέχομαι
    • συμπεριλαμβάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να διώξω κάποιον ή κάτι από μια θέση ή μια κατάσταση.
    • Να απορρίψω κάποιον ή κάτι με απόφαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προϊστάμενός του αποβάλλει από την εταιρεία όσους δεν ακολουθούν τους κανόνες.
    • Η επιτροπή αποβάλλει τις ακατάλληλες αιτήσεις.
    2