Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβάλω
-
υποβάλλω
-
αποβάθρα
-
προβάλλω
-
αναβάλλω
-
βάλλω
-
αποστέλλω
-
αμφιβάλλω
)
Συνώνυμα
απορρίπτω
αποδοκιμάζω
αποκηρύσσω
3
Αντώνυμα
αποδέχομαι
εγκρίνω
επαινώ
3
Ορισμός
Να απορρίπτω κάτι ή κάποιον, να μην το δέχομαι.
Να διώχνω κάποιον από μια ομάδα ή μια θέση.
Να απομακρύνω κάτι ως ανεπιθύμητο ή άχρηστο.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος αποβάλλει τον μαθητή από την τάξη λόγω της συμπεριφοράς του.
Η επιτροπή αποβάλλει την πρόταση ως μη εφαρμόσιμη.
Ο οργανισμός μπορεί να αποβάλλει τις τοξίνες μέσω του πεπτικού συστήματος.
3