Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απογίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
απογίνομαι
-
αποβαίνω
-
απογειώνω
)
Συνώνυμα
απομακρύνομαι
φεύγω
εγκαταλείπω
3
Αντώνυμα
πλησιάζω
έρχομαι
προσεγγίζω
3
Ορισμός
Να απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι.
Να φεύγω ή να εγκαταλείπω μια θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Απογίναμε από το πάρτι νωρίς γιατί κουράστηκαμε.
Μετά τη συζήτηση, απογίναμε χωρίς να πούμε αντίο.
2