Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
απογίνω
-
προβαίνω
-
αποβιώνω
-
ανεβαίνω
-
βαίνω
)
Συνώνυμα
προκύπτω
καταλήγω
εξαρτώμαι
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
αποκλίνω
2
Ορισμός
Να προκύπτω ως αποτέλεσμα ή να καταλήγω σε κάτι.
Να εξαρτώμαι από κάτι ή να βασίζομαι σε αυτό.
2
Παραδείγματα
Από αυτή τη συζήτηση μπορεί να αποβεί μια σημαντική απόφαση.
Η επιτυχία του έργου αποβαίνει από τη συνεργασία όλων.
2