1. Λέξη
    απογειώνω (ρήμα) - (παρόμοια: απογειώνομαι - αποτελειώνω - αποβιώνω - αποζημιώνω - απογίνω)
  2. Συνώνυμα
    • εκτοξεύω
    • πετώ
    • σηκώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσγειώνω
    • κατεβάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να απομακρυνθεί από το έδαφος ή να ανέβει στον αέρα.
    • Να ξεκινήσω μια πτήση, ειδικά για ένα αεροσκάφος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αεροπλάνο θα απογειωθεί σε λίγα λεπτά.
    • Ο πύραυλος απογειώθηκε επιτυχώς από τη βάση.
    2