Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απογειώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
απογειώνομαι
-
αποτελειώνω
-
αποβιώνω
-
αποζημιώνω
-
απογίνω
)
Συνώνυμα
εκτοξεύω
πετώ
σηκώνω
3
Αντώνυμα
προσγειώνω
κατεβάζω
2
Ορισμός
Να κάνω κάτι να απομακρυνθεί από το έδαφος ή να ανέβει στον αέρα.
Να ξεκινήσω μια πτήση, ειδικά για ένα αεροσκάφος.
2
Παραδείγματα
Το αεροπλάνο θα απογειωθεί σε λίγα λεπτά.
Ο πύραυλος απογειώθηκε επιτυχώς από τη βάση.
2