Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδεικνύονται (ρήμα) - (παρόμοια:
αποδεικνύομαι
-
αποδεικνύω
)
Συνώνυμα
επαληθεύονται
βεβαιώνονται
επιβεβαιώνονται
3
Αντώνυμα
απορρίπτονται
διαψεύδονται
αναιρούνται
3
Ορισμός
Επιβεβαιώνονται μέσω αποδείξεων ή στοιχείων.
Δείχνονται να ισχύουν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
Επαληθεύονται με επιστημονικές ή λογικές μεθόδους.
3
Παραδείγματα
Οι θεωρίες του αποδεικνύονται μέσω πειραμάτων.
Τα στοιχεία αποδεικνύονται αληθινά μετά από έρευνα.
Οι υποθέσεις του ερευνητή αποδεικνύονται σωστές.
3