1. Συνώνυμα
    • αποδεικνύω
    • επαληθεύω
    • καταδεικνύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • διαψεύδω
    • αναιρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Επιβεβαιώνω την αλήθεια ή την εγκυρότητα κάποιου ισχυρισμού ή γεγονότος.
    • Παρουσιάζω στοιχεία ή επιχειρήματα που υποστηρίζουν μια θέση ή μια άποψη.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δικηγόρος προσπάθησε να αποδείξει την αθωότητα του πελάτη του.
    • Η έρευνα αποδεικνύει ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων.
    2