Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδεικνύω (ρήμα) - (παρόμοια:
υποδεικνύω
-
αποδεικνύομαι
-
αποδεικνύονται
-
αναδεικνύω
-
αποδεικτικό
-
αποδεικτικός
-
επιδεικνύω
-
αποδειχθούν
)
Συνώνυμα
αποδεικνύω
επαληθεύω
καταδεικνύω
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
διαψεύδω
αναιρώ
3
Ορισμός
Επιβεβαιώνω την αλήθεια ή την εγκυρότητα κάποιου ισχυρισμού ή γεγονότος.
Παρουσιάζω στοιχεία ή επιχειρήματα που υποστηρίζουν μια θέση ή μια άποψη.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος προσπάθησε να αποδείξει την αθωότητα του πελάτη του.
Η έρευνα αποδεικνύει ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων.
2