1. Λέξη
    αποδεικνύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αποδεικνύονται - αποδεικνύω - απολύομαι - αποδέχομαι - αποδεικτικό)
  2. Συνώνυμα
    • επαληθεύομαι
    • βεβαιώνομαι
    • επιβεβαιώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορρίπτομαι
    • διαψεύδομαι
    • αναιρούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνεται φανερός ή να επιβεβαιώνεται κάτι μέσω αποδείξεων ή στοιχείων.
    • Να δείχνω κάτι με βάση λογικά επιχειρήματα ή πειστικά στοιχεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η θεωρία του αποδεικνύεται μέσω των πειραμάτων.
    • Αποδεικνύεται ότι η απόφαση ήταν σωστή.
    2