1. Λέξη
    αποδυτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απολυτήριο - αποχωρητήριο - αποκαλυπτήριο - χυτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • αποσκευαστήριο
    • καμαρίνι
    • αλλαξιερό
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Χώρος όπου οι άνθρωποι αλλάζουν ρούχα, συνήθως πριν ή μετά από κολύμπι ή άθληση.
    • Χώρος σε γυμναστήριο ή πισίνα όπου οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τα ρούχα τους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά την προπόνηση, πήγα στο αποδυτήριο για να αλλάξω.
    • Το αποδυτήριο της πισίνας ήταν πολύ καθαρό και οργανωμένο.
    2