Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απολυτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποδυτήριο
-
αποχωρητήριο
-
αποκαλυπτήριο
-
χυτήριο
)
Συνώνυμα
απολυτήριο πτυχίο
πτυχίο
δίπλωμα
3
Αντώνυμα
αποτυχία
αποτυχημένη εξέταση
2
Ορισμός
Έγγραφο που αποδεικνύει την ολοκλήρωση των σπουδών σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Επίσημο έγγραφο που εκδίδεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας.
2
Παραδείγματα
Πήρε το απολυτήριο του λυκείου με άριστα.
Το απολυτήριο λυκείου είναι απαραίτητο για την εγγραφή σε πανεπιστήμιο.
2