1. Λέξη
    απολυτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποδυτήριο - αποχωρητήριο - αποκαλυπτήριο - χυτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • απολυτήριο πτυχίο
    • πτυχίο
    • δίπλωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυχία
    • αποτυχημένη εξέταση
    2
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο που αποδεικνύει την ολοκλήρωση των σπουδών σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα.
    • Επίσημο έγγραφο που εκδίδεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήρε το απολυτήριο του λυκείου με άριστα.
    • Το απολυτήριο λυκείου είναι απαραίτητο για την εγγραφή σε πανεπιστήμιο.
    2