1. Λέξη
    χυτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κτήριο - μαιευτήριο - αποδυτήριο - απολυτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • καλούπι
    • μονάδα χύτευσης
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία στερεών αντικειμένων με τη διαδικασία της χύτευσης υγρών ή ημιυγρών υλικών.
    • Το μέρος ενός μηχανήματος όπου γίνεται η χύτευση μετάλλων ή άλλων υλικών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χυτήριο χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργηθούν μεταλλικά εξαρτήματα.
    • Ο εργάτης έβαλε το υγρό μέταλλο στο χυτήριο για να πάρει το επιθυμητό σχήμα.
    2