Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χυτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κτήριο
-
μαιευτήριο
-
αποδυτήριο
-
απολυτήριο
)
Συνώνυμα
καλούπι
μονάδα χύτευσης
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία στερεών αντικειμένων με τη διαδικασία της χύτευσης υγρών ή ημιυγρών υλικών.
Το μέρος ενός μηχανήματος όπου γίνεται η χύτευση μετάλλων ή άλλων υλικών.
2
Παραδείγματα
Το χυτήριο χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργηθούν μεταλλικά εξαρτήματα.
Ο εργάτης έβαλε το υγρό μέταλλο στο χυτήριο για να πάρει το επιθυμητό σχήμα.
2