1. Λέξη
    αποζημιώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποβιώνω - απογειώνω - αποζημίωση - αποτελειώνω)
  2. Συνώνυμα
    • αποζημιώ
    • αποπληρώνω
    • ανταμείβω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζημιώνω
    • αδικώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να δίνω σε κάποιον χρήματα ή άλλη αποζημίωση για μια ζημιά ή απώλεια που υπέστη.
    • Να επανορθώνω μια αδικία ή μια ζημιά που προκλήθηκε σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία θα αποζημιώσει τους πελάτες για τα προϊόντα που χαλάσανε κατά τη μεταφορά.
    • Ο δικαστής διέταξε τον εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο για τις υπερωρίες που δεν πληρώθηκαν.
    2