Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποζημιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβιώνω
-
απογειώνω
-
αποζημίωση
-
αποτελειώνω
)
Συνώνυμα
αποζημιώ
αποπληρώνω
ανταμείβω
3
Αντώνυμα
ζημιώνω
αδικώ
2
Ορισμός
Να δίνω σε κάποιον χρήματα ή άλλη αποζημίωση για μια ζημιά ή απώλεια που υπέστη.
Να επανορθώνω μια αδικία ή μια ζημιά που προκλήθηκε σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία θα αποζημιώσει τους πελάτες για τα προϊόντα που χαλάσανε κατά τη μεταφορά.
Ο δικαστής διέταξε τον εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο για τις υπερωρίες που δεν πληρώθηκαν.
2